- τερατουργίαι
- τερατουργίαworking of wondersfem nom/voc plτερατουργίᾱͅ , τερατουργίαworking of wondersfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδημιουργώ — ἐνδημιουργῶ, έω (Α) πλάθω, δημιουργώ κάτι που δεν υπάρχει («τερατουργίαι... ἐνδημιουργοῡσαι φάσματα», Πλούτ.) … Dictionary of Greek